χορτοσπορώ

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
σπέρνω χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -σπορῶ (< σπόρος), πρβλ. πυροσπορῶ].