σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
-έω, Ασπέρνω χόρτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -σπορῶ (< σπόρος), πρβλ. πυροσπορῶ].