χρίος

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120

Greek (Liddell-Scott)

χρίος: τό, = χρέος, Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτικοῦ CIG. 1569a.

Greek Monolingual

(I)
-ους, τὸ, Α
(βοιωτ. τ.) βλ. χρέος.
(II)
ὁ, Α
βλ. χρεῖος.