χρίος

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348

Greek (Liddell-Scott)

χρίος: τό, = χρέος, Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτικοῦ CIG. 1569a.

Greek Monolingual

(I)
-ους, τὸ, Α
(βοιωτ. τ.) βλ. χρέος.
(II)
ὁ, Α
βλ. χρεῖος.