Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρονογνώμονας

From LSJ

Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt

Menander, Monostichoi, 108

Greek Monolingual

ο, Ν
(ψυχολ.) όργανο με το οποίο εξετάζεται η ικανότητα ενός ατόμου να αντιλαμβάνεται και να υπολογίζει τις διαφορές ενός ρυθμού από άλλον ή ενός μικρού χρονικού διαστήματος από άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + γνώμονας].