γνώμονας
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
ο (AM γνώμων)
1. γεωμετρικό όργανο για τη χάραξη ορθών γωνιών και κάθετων γραμμών
2. όργανο για τη μέτρηση της απόκλισης σε μοίρες
3. δείκτης ηλιακού ρολογιού, ηλιακό ρολόι
4. αξίωμα, αρχή, σταθερό κριτήριο
μσν.-νεοελλ. υπόδειγμα, τύπος και υπογραμμός
νεοελλ.
1. μετρητής για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος
2. μουσικό σύμβολο για τη δήλωση ορισμένου φθόγγου στο πεντάγραμμο, κλειδί
αρχ.
Ι. 1. κριτής, ερμηνευτής
2. η κλεψύδρα
II. πληθ. γνώμονες, οἱ
1. φύλακες τών ιερών ελαιών στην Αθήνα
2. τα δόντια που φανερώνουν την ηλικία του ίππου
3. (κατὰ τους Πυθαγορείους) οι πέντε πρώτοι περιττοί αριθμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω
ΣΥΝΘ. αγνώμων, ευγνώμων, ισχυρογνώμων, λιθογνώμων, ομογνώμων, υδρογνώμων
αρχ.
αλλογνώμων, αμφοτερογνώμων, ανεπιγνώμων, απογνώμων, αργυρογνώμων, ασυγγνώμων, αυτογνώμων, βαθυγνώμων, βραχυγνώμων, διαγνώμων, διγνώμων, διχογνώμων, δουλογνώμων, δυσγνώμων, εναντιογνώμων, επιγνώμων, ετερογνώμων, ηδυγνώμων, ιδιογνώμων, ιππογνώμων, κακογνώμων, καλογνώμων, λειπογνώμων, λεπτογνώμων, λιπογνώμων, μαλακογνώμων, μεγαλογνώμων, μονογνώμων, ολιγογνώμων, ορθογνώμων, ορνιθογνώμων, ονρανογνώμων, πολυγνώμων, προβατογνώμων, προγνώμων, σκληρογνώμων, συγγνώμων, συνεπιγνώμων, τοιοντογνώμων, υψηλογνώμων, φυσιγνώμων, φυσιογνώμνων, χρυσογνώμων
νεοελλ.
ατμογνώμονας, γωνιογνώμονας, εμπειρογνώμονας, πραγματογνώμονας, χρονογνώμονας, ψευδογνώμονας].