χρυσηλάτης

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

και χρυσελάτης, -ου, ὁ, Α
χρυσοχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ηλάτης (< ἐλαύνω «χτυπώ»), πρβλ. ἀργυρ-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].