χρυσοβήρυλλος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
ὁ, beryl with a tinge of gold colour, Plin.HN37.76.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοβήρυλλος: ὁ, βήρυλλος ἔχουσα ἀπόχρωσίν τινα χρυσοῦ, παρὰ Plin. N. H. 37. 20· πρβλ. χρυσόπρασος.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
(ορυκτ.) είδος πολύτιμου λίθου, θήρυλλος με χρυσές αποχρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βήρυλλος, ονομ. ορυκτού. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chryssoberyllus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chryssoberyl)].