χρυσοβήρυλλος

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοβήρυλλος Medium diacritics: χρυσοβήρυλλος Low diacritics: χρυσοβήρυλλος Capitals: ΧΡΥΣΟΒΗΡΥΛΛΟΣ
Transliteration A: chrysobḗryllos Transliteration B: chrysobēryllos Transliteration C: chrysoviryllos Beta Code: xrusobh/rullos

English (LSJ)

ὁ, beryl with a tinge of gold colour, Plin.HN37.76.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοβήρυλλος: ὁ, βήρυλλος ἔχουσα ἀπόχρωσίν τινα χρυσοῦ, παρὰ Plin. N. H. 37. 20· πρβλ. χρυσόπρασος.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
(ορυκτ.) είδος πολύτιμου λίθου, θήρυλλος με χρυσές αποχρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + βήρυλλος, ονομ. ορυκτού. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. chryssoberyllus) και στη συνέχεια οι νεώτερες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chryssoberyl)].