χρυσωτός
From LSJ
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
English (LSJ)
χρυσωτή, χρυσωτόν, gilt, Phalaec. ap. Ath.10.44od, restd. in IG12.359.3.
German (Pape)
[Seite 1383] adj. verb. von χρυσόω, vergoldet, Phalaec. bei Ath. 440 d.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσωτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κεχρυσωμένος, ἐπίχρυσος, χρυσωτόν (χρυσῷ τὸν Meineke) κροκόεντα περιζώσασα χιτῶνα Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440D.
Greek Monolingual
-ή, -ό / χρυσωτός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[χρυσῶ / -ώνω]]
χρυσωμένος, χρυσοποίκιλτος.