χρυσόξυλον
From LSJ
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
τό, goldwood, = θάψος, Sch.Ar.V.1404; = σκυθάριον, Sch.Theoc.2.88.
German (Pape)
[Seite 1381] τό, Goldholz, eine andere Benennung des θάψος, Schol. Ar. Vesp. 1402.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόξῠλον: τό, ξύλον το ἄλλως καλούμενον θάψος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1402, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2, 88.