χρυσόξυλον
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
τό, goldwood, = θάψος, Sch.Ar.V.1404; = σκυθάριον, Sch.Theoc.2.88.
German (Pape)
[Seite 1381] τό, Goldholz, eine andere Benennung des θάψος, Schol. Ar. Vesp. 1402.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόξῠλον: τό, ξύλον το ἄλλως καλούμενον θάψος, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1402, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 2, 88.