χρυσόπατρος

English (LSJ)

χρυσόπατρον, sprung of a golden father, epithet of Perseus (cf. χρυσόγονος), Lyc.838: also

German (Pape)

[Seite 1381] von einem goldenen Vater stammend, Beiwort des Perseus, den Zeus in Gestalt eines goldenen Regens mit der Danae zeugte, Lycophr. 838.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόπατρος: -ον, ὁ γεννηθεὶς ἐκ χρυσοῦ πατρός, ἐπίθ. τοῦ Περσέως (πρβλ. χρυσόγονος), Λυκόφρ. 838. Ὡσαύτως -πάτωρ, ὁ, Νόνν. Διονυσ. 47. 471.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως προσωνυμία του Περσέως) αυτός που γεννήθηκε από χρυσό πατέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -πατρος (< πατήρ, πατρός), πρβλ. τρίπατρος].