χρυσόγονος
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
χρυσόγονον, born or begotten of gold, γενεά, i.e. the Persians, because (by the legend) they were descended from Perseus, who was begotten of Zeus in the form of a shower of gold, A.Pers.79 (lyr., Sch., -νόμου cod.M); of Perseus, Orph.L.551.
German (Pape)
[Seite 1380] vom Golde geboren, erzeugt, vom Golde stammend, aus Gold entstanden; γενεὰ χρ. heißen die Perser bei Aesch. Pers. 79 (v.l. χρυσόνομος), weil sie von Perseus stammen sollten, den Danae von Zeus in der Gestalt eines goldenen Regens empfangen hatte.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né de l'or : γενεά ESCHL race née de l'or, càd les Perses, comme descendants de Persée né de Zeus changé en pluie d'or.
Étymologie: χρυσός, γίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόγονος: златорожденный: χ. γενεά Aesch. племя, рожденное от золотого дождя (т. е. персы, родоначальником которых был, якобы, Персей, сын Данаи и Зевса, принявшего вид золотого дождя).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόγονος: -ον, γεννηθεὶς ἐκ χρυσοῦ, χρ. γενεά, δηλ. οἱ Πέρσαι, διότι (κατὰ τοὺς μύθους) κατήγοντο ἐκ τοῦ Περσέως, ὁ ὁποῖος ἦτο γόνος τοῦ Διὸς κατελθόντος εἰς τὴν Δανάην ἐν εἴδει χρυσῆς βροχῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 80, πρβλ. χρυσόρυτος· - ἀλλὰ τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον φέρει χρυσόνομος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρυσόγονον
(κατά τον Διοσκ.) το φυτό λεοντική
2. φρ. «χρυσόγονος γενεά» — οι Πέρσες, οι οποίοι ονομάστηκαν έτσι, επειδή κατάγονταν από τον Περσέα, τον οποίο συνέλαβε η Δανάη από τον Δία, όταν αυτός τήν πλησίασε μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -γονος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. σεληνό-γονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθητική σημ.].
Greek Monotonic
χρῡσόγονος: -ον (γίγνομαι), γεννημένος ή απόγονος από χρυσό, χρυσόγονος γενεά, δηλ. οι Πέρσες, επειδή (σύμφωνα με τον μύθο) κατάγονταν από τον Περσέα, που ήταν γόνος του Δία και της Δανάης, την οποία εκείνος επισκέφτηκε με τη μορφή χρυσής βροχής, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
χρῡσό-γονος, ον, γίγνομαι
born or begotten of gold, χρ. γενεά, i. e. the Persians, because (by the legend) they were descended from Perseus, who was begotten of Zeus in the form of a shower of gold, Aesch.