χρωματογράφος

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
νεοελλ.
χημ. διάταξη η οποία επιτρέπει την εκτέλεση χημικών διαχωρισμών και αναλύσεων με τη μέθοδο της χρωματογραφίας
μσν.
ζωγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, -ατος + -γράφος. Ως όρος της χημείας η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. chromatographe].