χωματότοπος

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τόπος με χώμα, χωρίς βλάστηση ή πέτρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, -ατος + τόπος.