χωρόχρονος

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

και χωροχρόνος, ο, Ν
(μαθημ.-φυσ.) χώρος τεσσάρων διαστάσεων, ο οποίος προκύπτει από την προσθήκη μιας τέταρτης συντεταγμένης, αυτής του χρόνου, στον τρισδιάστατο χώρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χώρος + χρόνος.