χόρευσις
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
English (LSJ)
-εως, ἡ, dancing, Pi.Pae. 6.9, Suid. s.v. χορεῖον.
German (Pape)
[Seite 1365] ἡ, das Tanzen, Feiern mit Reigen oder Chortänzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χόρευσις: -εως, ἡ, χορός, «χορεῖον, ἡ χόρευσις» Σουΐδ. ἐν λ. χορείαν.
English (Slater)
χόρευσις
&nbnbsp;1 dancing ψόφον ἀιὼν Κασταλίας ὀρφανὸν ἀνδρῶν χορεύσιος ἦλθον (Pae. 6.9)