Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Ν ψείρα(αμτβ.)1. γεμίζω ψείρες2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ψειριασμένος, -η, -ο- ψειριάρης.