ψειριάζω

From LSJ

ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision

Source

Greek Monolingual

Ν ψείρα
(αμτβ.)
1. γεμίζω ψείρες
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ψειριασμένος, -η, -ο- ψειριάρης.