ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
Ν ψείρα(αμτβ.)1. γεμίζω ψείρες2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ψειριασμένος, -η, -ο- ψειριάρης.