ψευδολογώ

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source

Greek Monolingual

ψευδολογῶ, -έω, ΝΜΑ και ψευδηλογῶ Α ψευδολόγος
ψεύδομαι, λέω ψέματα, δίνω εσφαλμένες πληροφορίες ή διαδίδω ανυπόστατες φήμες.