ψευτοσοφία

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

η, Ν ψευτοσοφός
ψεύτικη σοφία, ρηχή πολυμάθεια, επίδειξη γνώσεων από αδαή.