ψυχανεμίζομαι

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

Ν
(αποθ.) προαισθάνομαι ή υποψιάζομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + άνεμος + κατάλ. -ίζω].