ψυχανεμίζομαι

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source

Greek Monolingual

Ν
(αποθ.) προαισθάνομαι ή υποψιάζομαι κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + άνεμος + κατάλ. -ίζω].