ψυχασθενής

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που έχει ψυχασθένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ασθενής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].