ψυχασθένεια

From LSJ

κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)

Source

Greek Monolingual

και ψυχασθενία, η, Ν
ιατρ. νευρωτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μόνιμη κατάθλιψη οφειλόμενη σε ανεπαρκή ενεργητικότητα τών διαφόρων ψυχικών λειτουργιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychasthénie (< ψυχή + ασθένεια)].