ψυχογενής

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410

Greek Monolingual

-ές, Ν ψυχογένεια
1. αυτός που προέρχεται από την ψυχή
2. (ιατρ.-ψυχολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογένεια ή προκαλείται από ψυχικές εξεργασίες, χωρίς να είναι δυνατή η διαπίστωση σωματικού αιτίου.