ψυχογενής
From LSJ
Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit
Greek Monolingual
-ές, Ν ψυχογένεια
1. αυτός που προέρχεται από την ψυχή
2. (ιατρ.-ψυχολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογένεια ή προκαλείται από ψυχικές εξεργασίες, χωρίς να είναι δυνατή η διαπίστωση σωματικού αιτίου.