ψυχογενής
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
-ές, Ν ψυχογένεια
1. αυτός που προέρχεται από την ψυχή
2. (ιατρ.-ψυχολ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογένεια ή προκαλείται από ψυχικές εξεργασίες, χωρίς να είναι δυνατή η διαπίστωση σωματικού αιτίου.