ψύχραιμος

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για ζώο) ψυχρόαιμος
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αντιμετωπίζει με ηρεμία και αυτοκυριαρχία διάφορες απρόοπτες και ιδίως δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα.
επίρρ...
ψύχραιμα Ν
με ψυχραιμία («αντιμετώπισε ψύχραιμα την απόλυσή του»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψύχρα / ψυχρός + -αιμος (< αίμα), πρβλ. θερμό-αιμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].