ψῶχος

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

German (Pape)

[Seite 1406] ὁ, alles Kleingeriebene, Staub, Sand, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ψῶχος: ὁ, γῆ ψαμμώδης, Ἡσύχ. (Ἐκ τοῦ ψώω, ὡς τὸ ψάμμος ἐκ τοῦ ψάω).

Greek Monolingual

ή ψωχός Α
(κατά τον Ησύχ.) (με ή χωρίς τη λ. γῆ) αμμώδης γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ρ. ψήω / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα -χος].