ψῶχος
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
German (Pape)
[Seite 1406] ὁ, alles Kleingeriebene, Staub, Sand, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ψῶχος: ὁ, γῆ ψαμμώδης, Ἡσύχ. (Ἐκ τοῦ ψώω, ὡς τὸ ψάμμος ἐκ τοῦ ψάω).
Greek Monolingual
ή ψωχός Α
(κατά τον Ησύχ.) (με ή χωρίς τη λ. γῆ) αμμώδης γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ρ. ψήω / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα -χος].