ωκεανογραφία

Greek Monolingual

η, Ν
επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο μελέτης τις φυσικές και χημικές ιδιότητες, την προέλευση και τα γεωλογικά χαρακτηριστικά τών ωκεανών και τών θαλασσών, καθώς και τους οργανισμούς που ζουν στο θαλάσσιο περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oceanography < ωκεανός + -γραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].