ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
-ον, Ααυτός που μάχεται ένθερμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «οξύς» + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. μονομάχος].