ωλεσίβωλος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που καταστρέφει, που διαλύει τους βώλους («ἀρθροπέδαν στῆμόν τε καὶ ὠλεσίβωλον ἀρούρης σφῡραν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. του αρχ. ὀλεσί-βωλος με μακρό φωνηεντισμό ω- για διευθέτηση μετρικών αναγκών].