ωμοδακής

From LSJ

τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που δαγκώνει άγρια, εξαγριωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δακής (< δάκος τὸ < δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. αὐτοδακής].