εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met
-ή, -όν, ΜΑ ὠνή1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωνή, στην αγορά, ή ο κατάλληλος για αγορά2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠνικόνωνή, αγορά.