ωνικός

From LSJ

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ ὠνή
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωνή, στην αγορά, ή ο κατάλληλος για αγορά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὠνικόν
ωνή, αγορά.