ωοαποθέτης

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

και ωοαποθετήρας, ο, Ν
ζωολ. το τέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + -θέτης / -θετήρας (< τίθημι). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ovipositeur].