τέρετρο
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
το / τέρετρον, ΝΑ
ξυλουργικό εργαλείο, το τρυπάνι
νεοελλ.
ζωολ. εξειδικευμένο και προεξέχον όργανο σαν τρυπάνι τών θηλυκών ορισμένων υμενόπτερων εντόμων με το οποίο ανοίγουν οπές στο σώμα ζώων ή φυτών για να εναποθέσουν τα αβγά τους, αλλ. ωοαποθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη μορφή τερη- της ρίζας ter-ә1 «διαπερνώ, τρυπώ» (βλ. λ. τείρω, τετραίνω, τιτρώσκω), με απαθές το πρώτο και συνεσταλμένο το δεύτερο φωνήεν και επίθημα -τρον (πρβλ. στέγαστρον) και συνδέεται με τα λατ. terebra «τρυπάνι» και αρχ. ιρλδ. tarathar «τρυπάνι» (βλ. και λ. τερηδόνα)].