ωτιδίδες

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433

Greek Monolingual

και δ. γρφ. ωτίδες, οι, Ν
ζωολ. οικογένεια γερανόμορφων πτηνών του Παλαιού Κόσμου, γνωστών με την κοινή ονομασία αγριόγαλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otididae (< ωτίς, -ίδος + κατάλ. -ίδες)].