ωτόλιθος
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
ο, Ν
ζωολ.
1. ο στατόλιθος του έσω ωτός τών σπονδυλοζώων
2. (κατ' επέκτ.) ανάλογα συγκρίματα που περιέχονται στις στατοκύστες τών καρκινοειδών και άλλων ασπονδύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. otolith (< οὖς, ὠτός «αφτί» + λίθος). Η λ., στον πληθ. ὠτόλιθοι, μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθ. Ψαρά].