Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
σταθμίον, ζυγόσταθμος, σταθμός, ζυγόν, τρυτάνη, πλάστιγξ, πλήστιγξ, ζυγός