гнуть

From LSJ

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source

Russian > Greek

κάμπτω, καταγνάμπτω, κατακλάω, ἐπικλάω, ῥαίω, κάρφω