иглица
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
Russian > Greek
ἄγονον, ἄκαιρον, ἄκορον, ἀνάγγελος, γορυνίας, ἱερόμυρτος, κατάγγελος, κεντρομυρσίνη, μυάκανθος, μυρρινάκανθος, μυρτάκανθος, ξυλομυρσίνη, ὀξυμυρσίνη, χαμαιμυρσίνη, χαμαιμύρτη, χαμαίπιτυς