коварно
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Russian > Greek
ἐπιβούλως, λάθρᾳ, λάθρῃ, λάθρα, λάθρη, δολίως, πανούργως, μεμηχανημένως, Αἰγυπτιστί
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
ἐπιβούλως, λάθρᾳ, λάθρῃ, λάθρα, λάθρη, δολίως, πανούργως, μεμηχανημένως, Αἰγυπτιστί