Αἰγυπτιστί
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
A Adv. in the Egyptian tongue, Hdt.2.46, J.Ap.1.14.
II in Egyptian fashion, i.e. craftily, Theoc.15.48.
Spanish (DGE)
adv.
1 en egipcio, en lengua egipcia Hdt.2.46, I.Ap.1.14, PGoodsp.Cair.3.7 (III a.C.) en BL 1.172, Erot.Fr.Pap.Nect.2.7, 15, Pall.H.Laus.21.15.
2 al estilo egipcio, astutamente Theoc.15.48.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en langue égyptienne;
2 en Égyptien, càd en fourbe.
Étymologie: Αἴγυπτος.
Russian (Dvoretsky)
Αἰγυπτιστί: adv. по-египетски Plat.: ὁ Πάν, Αἰ. Μένδης Her. Пан, на египетском языке Мендет; παρέρπων Αἰ. Theocr. подкравшись по-египетски, т. е. хитро, коварно.
Greek (Liddell-Scott)
Αἰγυπτιστί: ἐπίρρ. (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. *Αἰγυπτίζω) = ἐν τῇ γλώσσῃ τῶν Αἰγυπτίων, Ἡρόδ. 2. 46. II. κατὰ τὸν τρόπον τῶν Αἰγυπτίων, ὃ ἐ. πονηρῶς, Θεόκρ. 15.48.
Greek Monotonic
Αἰγυπτιστί: επίρρ. (όπως αν προερχόταν από το *Αἰγυπτίζω),
I. στην Αιγυπτιακή γλώσσα, σε Ηρόδ.
II. κατά τον Αιγυπτιακό τρόπο, δηλ. πονηρά, με απατεωνιά, κατεργαριά, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
[as if from Αἰγυπτίζω]
I. in the Egyptian tongue, Hdt.
II. in Egyptian fashion, craftily, Theocr.