мастерство
From LSJ
Russian > Greek
εὔπραγία, δεινότης, τέχνη, τέχνα, εὐχέρεια, σοφία, σοφίη, σόφισμα, εὐτεχνία, τεκτοσύνη, δημιουργία, χειροτεχνία, χειρουργία, παλάμη, ἡ χειρουργικὴ ἐπιστήμη, χειρουργικὴ ἐπιστήμη
εὔπραγία, δεινότης, τέχνη, τέχνα, εὐχέρεια, σοφία, σοφίη, σόφισμα, εὐτεχνία, τεκτοσύνη, δημιουργία, χειροτεχνία, χειρουργία, παλάμη, ἡ χειρουργικὴ ἐπιστήμη, χειρουργικὴ ἐπιστήμη