συνωχαδόν

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωχᾰδόν Medium diacritics: συνωχαδόν Low diacritics: συνωχαδόν Capitals: ΣΥΝΩΧΑΔΟΝ
Transliteration A: synōchadón Transliteration B: synōchadon Transliteration C: synochadon Beta Code: sunwxado/n

English (LSJ)

Adv., (συνέχω) poet. for συνοχηδόν, of time, perpetually, continually, Hes.Th.690, Q.S.14.517.—On the form, v. A.D. Adv.196.14.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière continue, immédiatement, aussitôt.
Étymologie: συνέχω, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνωχαδόν poët. voor συνοχηδόν.

German (Pape)

adv., poet. statt συνοχηδόν, von der Zeit, anhaltend, in Einem fort, Hes. Th. 690, od. alsobald, sogleich; vgl. Lobeck Phryn. 701; einzeln bei sp.D., wie Qu.Sm. 14.517.

Russian (Dvoretsky)

συνωχᾰδόν: adv. συνέχω непрерывно, постоянно или тотчас же Hes.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) χρον. συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ωχ- της εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. ἔχω + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὠμαδόν)].

Greek Monotonic

συνωχᾰδόν: επίρρ. (συνέχω), ποιητ. αντί συνοχηδόν, λέγεται για χρόνο, συνεχώς, αδιαλείπτως, διαρκώς, αδιάκοπα, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνωχᾰδόν: Ἐπίρρ. (συνέχω) ποιητ. ἀντὶ συνοχηδόν, ἐπὶ χρόνου, συνεχῶς, διαρκῶς, ἀδιακόπως, Ἡσ. Θ. 690, Κόϊντ. Σμ. 14. 517· ― κατ’ ἄλλους, τοῦ λοιποῦ, ἐν τῷ μέλλοντι εὐθύς. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε Α. Β. 609, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 701.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: continuously (Hes. Th. 390, Q. S.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Prob. from ἔχω.

Middle Liddell

συνέχω poet. for συνοχηδόν
of time, perpetually, continually, Hes.