отваживаться
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
Russian > Greek
θαρσέω, θαρρέω, διακινδυνεύω, ἀποκινδυνευω, ἀποτολμάω, τολμάω, τολμέω, παρακινδυνεύω, ὑπομένω, ἐξεπίσταμαι, ἐπιβάλλω, ἀναρριπτέω, ἐπιτολμάω, ἀνέχω, κινδυνεύω, συγκαταβαίνω