перемещать
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
Russian > Greek
ἐξαλλάσσω, ἐξαλλάττω, διορίζω, μεθίστημι, ἀντιμεθίστημι, μεταλλάσσω, μεταλλάττω, οἰκίζω, μετανίστημι, μεθορμίζω, μετορμίζω, μετακινέω, ἀφιδρύω, μεταφέρω, μετακαθίζω, μεθιδρύω, μετάγω, μετατίθημι, ἀνίστημι