μετακαθίζω

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακαθίζω Medium diacritics: μετακαθίζω Low diacritics: μετακαθίζω Capitals: ΜΕΤΑΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: metakathízō Transliteration B: metakathizō Transliteration C: metakathizo Beta Code: metakaqi/zw

English (LSJ)

A shift one's position, Sch.Il.13.281, Sch.Ar.V.397.
2 metaph., shift one's ground in argument, S.E. M.1.215; change sides, pass over, εἴς or πρός τινα, J.AJ18.6.6, 19.1.10.

German (Pape)

[Seite 147] (s. ἵζω), umsetzen, anderswohin setzen, Schol. Il. 13, 281; intr. übertr., μετακαθίσαντες, S. Emp. adv. gramm. 215.

Russian (Dvoretsky)

μετακαθίζω: досл. пересаживать, перемещать, перен. менять мнение, передумывать: εἰ μὲν μετακαθίσαντες λέγοιεν Sext. если же они, передумав, скажут.

Greek (Liddell-Scott)

μετακαθίζω: καθίζω ὁτὲ μὲν ἐδῶ ὁτὲ δὲ ἐκεῖ, δὲν δύναμαι νὰ μείνω ἥσυχος ἐν τῇ θέσει μου, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ν. 281. ΙΙ. μεταβάλλω γνώμην, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 215.

Greek Monolingual

μετακαθίζω (ΑM)
αλλάζω θέση
αρχ.
1. κάθομαι άλλοτε εδώ και άλλοτε εκεί, δεν μένω στη θέση μου
2. αλλάζω γνώμη
3. προσχωρώ σε κάποιον, πηγαίνω με το μέρος κάποιου.