σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
πολυπτόητος, πολυπτοίητος, δύσζηλος, ἄπιστος, καχύποπτος, καχυπότοπος, ὕποπτος, ὑπόπτης, ὑπόπτας