ἄρος
Οὗτος Ἰουστῖνον καὶ Νεοβιγάστην στρατηγοὺς προβαλόμενος, καὶ τὰς Βρεττανίας ἐάσας, περαιοῦται ἅμα τῶν αὐτοῦ ἐπὶ Βονωνίαν → He appointed Justinus and Neovigastes as generals, and leaving Britain, crossed with his forces to Bononia.(Olympiodorus/Photius)
English (LSJ)
[ᾰ], εος, τό,
A use, profit, help, f.l. in A.Supp.885, cf. Hsch., Eust.1422.19; cf. ἄρνυμαι.
2 = κοιλὰς ἐν αἷς ὕδωρ ἀθροίζεται ὁμόριον, Hsch.
3 = ἀκούσιον βλάβος, Id.; cf. ἀπαρές, ἀπηρής.
Spanish (DGE)
-εος, τό
1 ayuda A.Supp.885 (ap. crít.), cf. Hsch.
2 desgracia Hsch.
• Etimología: Cf. 2 ἀρή y Ἄρης. < ἄρος Ἄρος > ἄρος, -ου, ὁ
aljibe ἐπ[ὶ τ] ὸν θῖνον ἄρον SEG 26.1049.55 (Lato, Creta II a.C.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 357] (αἴρω), τό, Aesch. Suppl. 863, Nutzen.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nomin.
secours.
Étymologie: cf. ἀρήγω.
Greek Monolingual
ο
1. φυσικός ή τεχνητός λάκκος σε πέτρα, όπου συγκεντρώνεται θαλασσινό ή βρόχινο νερό
2. η ποσότητα νερού που συγκεντρώνεται στον λάκκο
3. το αλάτι που απομένει μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού.
Russian (Dvoretsky)
ἄρος: (ᾰ) τό (только nom.) помощь или польза Aesch.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: n.
Meaning: = ὄφελος H.
Other forms: ἄρος· ὄφελος καὶ <πέτρας> κοιλάς, ἐν αἷς ὕδωρ ἁθροιζεται ὄμβριον, καὶ βλάβος ἀκούσιον H. For the other explanations s. ἄρος 2. and 3.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One compares ἄρνυμαι.
2.
Grammatical information: n.
Meaning: rocks that take up rain water; see ἄρος 1.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Note the lack of agreement in the gloss. Deuffner, Λεξικον τἦς τσακωνικἦς διαλέκτου, 47 compares Laconian ἀρε· λάκκος.
3. Meaning: = βλάβος ἀκούσιον
See also: ἀρή
Frisk Etymology German
ἄρος: {áros}
Meaning: 1. = ὄφελος H., s. ἄρνυμαι; 2. = βλάβος ἀκούσιον H.,
See also: s. ἀρή.
Page 1,147