предвосхищать
From LSJ
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
Russian > Greek
ὑπαντάω, προλάζυμαι, προανίσχω, προαρπάζω, προϋφαιρέω, προφθάνω, συναρπάζω, προκαταλαμβάνω