притворный
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Russian > Greek
εὐσχήμων, ὕπουλος, ὑδαρής, πλαστός, ἐπίπλαστος, παρέγγραπτος, ὑπόβλητος, κίβδηλος, κίβδαλος, ὑποβολιμαῖος, προσποιητός, προσποίητος, ὑπόχαλκος