διάλλαξις

From LSJ

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάλλαξις Medium diacritics: διάλλαξις Low diacritics: διάλλαξις Capitals: ΔΙΑΛΛΑΞΙΣ
Transliteration A: diállaxis Transliteration B: diallaxis Transliteration C: diallaksis Beta Code: dia/llacis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A separation, μιγέντων Emp.8.3, cf. Hp.Vict.1.10.
2 pl., attempts at reconciliation, Pl.Ep.350d.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 cambio, intercambio, permutación ἀλλὰ μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων ἔστι Emp.B 8.3, αὔξησις, μείωσις, δ. como actividades regidas por el fuego, Hp.Vict.1.10, δ. καὶ ἐνάλλαξις Theol.Ar.6, cf. Hsch.s.u. διαλλαγαί.
2 plu. tentativas de reconciliación οὐ πειθόμενοι ταῖς ὑπ' ἐμοῦ διαλλάξεσι Pl.Ep.350d.

Greek (Liddell-Scott)

διάλλαξις: -εως, ἡ συμφιλίωσις, Ἐμπεδ. παρ᾿ Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 7, Μεταφ. 4. 4, 5.

Russian (Dvoretsky)

διάλλαξις: εως ἡ перемещение, смена, по друг. разделение (μῖξίς τε δ. τε μιγέντων Emped. ap. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάλλαξις -εως, ἡ [διαλλάττω] scheiding:. μόνον μίξις τε διάλλαξις τε μιγέντων ἔστι er bestaat alleen menging en scheiding van zaken die zich mengen Emped. Β 8.3. bemiddelingspoging:. οὐ πειθόμενοι ταῖς ὑπ’ ἐμοῦ διαλλάξεσι niet luisterend naar mijn bemiddelingspogingen Plat. Epist. 350d.