τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
γαμικός, νύμφιος, γαμήλιος, ἐπιθαλάμιος, ἐπινυμφίδιος, νυμφεῖος, νυμφίδιος, λαμπαδοῦχος