ἐξομιλέω
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
A have intercourse, live with, τισί X.Ages.11.4: metaph., bear one company, στεφάνων οὐ μία χροιὰ.. τάχ' ἐξομιλήσει E.Cyc.518 (lyr.); φιλανθρώπως ἐ. Plu.Cim.6.
II c. acc., win over, conciliate, τινά Plb.7.4.6, Plu.2.824d, etc.
III Med., to be away from one's friends, be alone in the crowd, E.IA735.
German (Pape)
[Seite 886] 1) Umgang od. Verkehr mit Einem haben, mit ihm umgehen, τινί, mit Jemandem, Xen. Ages. 11, 4; übertr., στεφάνων οὐ μία χροιὰ περὶ σὸν κρᾶτα ἐξομιλήσει, wird sich herumschlingen, Eur. Cycl. 518, der auch das med. braucht, ἐξομιλεῖσθαι ἐν ὄχλῳ, sich außer der gewohnten Umgebung im großen Haufen befinden, I. A. 735. – 2) transit., τινά, durch den Umgang Einen gewinnen, wozu bringen, Pol. 7, 4, 6. 32, 4, 2; Plut.
French (Bailly abrégé)
ἐξομιλῶ :
1 intr. avoir des relations avec, τινι;
2 tr. se concilier, acc.;
Moy. ἐξομιλέομαι, ἐξομιλοῦμαι être mêlé à une foule loin des siens.
Étymologie: ἐξ, ὁμιλέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξομῑλέω:
1 находиться в общении, общаться (παντοδαποῖς Xen.): στεφάνων οὐ μία χροιὰ περὶ σὸν κρᾶτα τάχ᾽ ἐξομιλήσει Eur. многоцветный венец обовьется вскоре вокруг твоего чела;
2 обращаться, обходиться (φιλανθρώπως Plut.);
3 склонять на свою сторону, располагать в свою пользу, привлекать к себе (τινα Polyb., Plut.);
4 med. быть в стороне (от своих), держаться особняком (ἐν ὄχλῳ στρατοῦ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξομῑλέω: συνομιλῶ, συναναστρέφομαι, ἤσκει δὲ ἐξομιλεῖν μὲν παντοδαποῖς, χρῆσθαι δὲ τοῖς ἀγαθοῖς Ξεν. Ἀγησ. 11. 4· μεταφ., ἔρχομαι εἰς συνάφειαν, στεφάνων δ’ οὐ μία χροιά περὶ σὸν κρᾶτα τάχ’ ἐξομιλήσει Εὐρ. Κύκλ. 518. ΙΙ. μετ’ αἰτ., διὰ τῆς συναναστροφῆς ἑλκύω τινὰ πρὸς ἐμαυτόν, Πολύβ. 7. 4, 6, Πλούτ. 2. 824D, κτλ. ΙΙΙ. Μέσ., περιστρέφομαί που μακρὰν τοῦ ὁμίλου τῶν φίλων μου, οὐ καλὸν ἐν ὄχλῳ σ’ ἐξομιλεῖσθαι στρατοῦ Πύρ. Ι. Α. 735.
Greek Monotonic
ἐξομῑλέω: μέλ. -ήσω,
I. συναναστρέφομαι, συναγελάζομαι, τινί, σε Ξεν.· κάνω παρέα με κάποιον, σε Ευρ.
II. Μέσ., βρίσκομαι μακριά από τους φίλους μου, είμαι μόνος ανάμεσα στο πλήθος, στον ίδ.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to have intercourse, live with, τινί Xen.: to bear one company, Eur.
II. Mid. to be away from one's friends, be alone in the crowd, Eur.