скупой
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Russian > Greek
φειδός, φειδωλός, μικρολόγος, σμικρολόγος, κυμινοπρίστης, κνιπός, περιεκτικός, ἰσχνός, γλίσχρος
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
φειδός, φειδωλός, μικρολόγος, σμικρολόγος, κυμινοπρίστης, κνιπός, περιεκτικός, ἰσχνός, γλίσχρος